- τρίβου
- τρίβοςwornmasc/fem gen sgτρί̱βου , τρίβωrubpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)τρί̱βου , τρίβωrubimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τριβούνοις — Τριβού̱νοις , Τριβοῦνος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριβούνου — Τριβού̱νου , Τριβοῦνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριβούνους — Τριβού̱νους , Τριβοῦνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριβούνωι — Τριβού̱νῳ , Τριβοῦνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριβούνων — Τριβού̱νων , Τριβοῦνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριβούνῳ — Τριβού̱νῳ , Τριβοῦνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… … Dictionary of Greek